Περσίδ'

Περσίδ'
Περσίδα , Περσίς
Persis
fem acc sg
Περσίδι , Περσίς
Persis
fem dat sg
Περσίδε , Περσίς
Persis
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”